- καταδίνω
- βλ. καταδίδω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταδίνω — 1 κατέδωσα και κατάδωσα βλ. πίν. 131 2 → δες καταδίδω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταδίδω — και καταδίνω (Μ καταδίδω, Α καταδίδωμι) νεοελλ. μσν. 1. καταγγέλλω κάποιον ή κάτι κρυφά 2. προδίδω κάτι, αποκαλύπτω κάποιο μυστικό·)| μσν. (για πράγματα) μαρτυρώ ότι κάτι υπάρχει αρχ. 1. απονέμω, δίνω 2. (για κλειστή θάλασσα ή λίμνη) εκβάλλω,… … Dictionary of Greek
καταδίδω — καταδίδω, κατέδωσα και κατάδωσα βλ. πίν. 186 και πρβλ. καταδίνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαρτυρώ — μαρτύρησα, μαρτυρήθηκα, μαρτυρημένος 1. καταθέτω ως μάρτυρας στο δικαστήριο: Μάρτυρας υπεράσπισης. 2. επιβεβαιώνω, αποδείχνω, ομολογώ, πιστοποιώ: Τα ευρήματα μαρτυρούν την ύπαρξη προϊστορικού οικισμού στην περιοχή. 3. αποκαλύπτω, καταδίνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μολογώ — μολόγησα 1. διηγούμαι, αναφέρω κάτι: Μολογούσε τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. 2. προδίνω μυστικό, καταδίνω, παραδέχομαι: Μολόγησε όλα τα σχέδια της οργάνωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)